- τοπομετεωρολογία
- η, Ν(μετεωρ.) η μελέτη τών τοπικών μετεωρολογικών συνθηκών, όπως είναι οι τοπικές καταιγίδες, η θαλάσσια και η απόγεια αύρα, οι τοπικοί άνεμοι κ.ά., σε μια περιορισμένη σχετικά περιοχή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek